ΣΟΡΕΝ ΚΙΡΚΕΓΚΑΡΝΤ (Soren Kierkegaard, 1813 - 1855)



Δανός φιλόσοφος και θρησκευτικός στοχαστής. Ο πατέρας του ήταν ένας πλούσιος έμπορος από την Κοπεγχάγη, άκαμπτος λουθηρανός, ο οποίος ανέθρεψε τον γιο του σε αυστηρά θρησκευτικό περιβάλλον και άσκησε έντονη επιρροή επάνω του. Ο Κ. σπούδασε θεολογία στο πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, όπου ήταν καθοριστική, εκείνη την εποχή, η επίδραση της φιλοσοφίας του Χέγκελ. Αντί να ακολουθήσει τη σταδιοδρομία του πάστορα, για την οποία φαινόταν να προορίζεται, πήγε στο Βερολίνο (1841-42) για να παρακολουθήσει τα μαθήματα του Σέλινγκ, η φιλοσοφία του οποίου, βασισμένη στην απόλυτη διάκριση μεταξύ πραγματικότητας και λόγου, ασκούσε δριμύτατη κριτική εναντίον της εγελιανής σκέψης.

Απογοητευμένος από τον Σέλινγκ, ο Κ. επέστρεψε στην Κοπεγχάγη όπου έζησε έως τον θάνατό του με τη μικρή κληρονομιά που του είχε αφήσει ο πατέρας του, αφοσιωμένος ολοκληρωτικά στη συγγραφή των βιβλίων του. Η σκέψη του Κ. μπορεί να οριστεί κατά μεγάλο μέρος ως αντίδραση στη φιλοσοφία του Χέγκελ. Η αντίθεση αυτή έχει άξονα την επίμονη αναγνώριση της εσωτερικότητας του ανθρώπου και τη διεκδίκηση της ανεπανάληπτης ιδιομορφίας του.


Κατά τον Κ., ο μεμονωμένος άνθρωπος, ο άνθρωπος που υπάρχει συγκεκριμένα, απορροφάται και διαλύεται από τον Χέγκελ σε μια αφαίρεση: την Ιδέα, τον καθολικό Λόγο, το απόλυτο Πνεύμα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τον αντικειμενικό, απρόσωπο και ψυχρό χαρακτήρα της φιλοσοφίας του, για την οποία δεν έχει σημασία το άτομο αλλά η ουσία της ανθρωπότητας, όχι το μεμονωμένο αλλά ο καθολικός λόγος. Για τον Κ., αντίθετα, η φιλοσοφία είναι καταρχήν υποκειμενική σκέψη, προσωπική φροντίδα, για την οποία το άτομο ρισκάρει την ύπαρξή του και το πεπρωμένο του.

Στην ιστορία του καθολικού τα αντίθετα μπορούν να συνδιαλλαγούν, γιατί η αντίθεσή τους είναι φαινομενική, απλή αντίθεση αντιλήψεων. Στην ύπαρξη, όμως, οι αντιθέσεις είναι ασυμβίβαστες, αντιφατικές, είναι διαζευκτικές έννοιες που αποκλείουν η μία την άλλη. Όπου η αφηρημένη λογική βλέπει μια σύνθεση που θριαμβεύει διαρκώς πάνω απ’ όλες τις συγκρούσεις και τις αντιθέσεις της ζωής, η προσωπική και συγκεκριμένη ύπαρξη δοκιμάζει το «είτε-είτε» των διαζευκτικών λύσεων.
Επομένως η πραγματικότητα δεν είναι ενιαία λογική διαδικασία, καθορισμένη εκ των προτέρων, αλλά σύνολο από άπειρες δυνατότητες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η δυνατότητα της αποτυχίας και του μηδενός. Εδώ η έννοια της ζωής δεν είναι εγγυημένη από πριν, από έναν καθολικό νόμο, αλλά είναι μια δυνατότητα (ένα «μπορεί να είναι» ή ένα «μπορεί να μην είναι»), της οποίας η πραγματοποίηση ή η αποτυχία βαρύνει το άτομο με ευθύνη του.

Αν όμως η θεμελιώδης κατηγορία του όντος είναι η δυνατότητα, η χαρακτηριστική κατάστασή του είναι η αστάθεια, η αναποφασιστικότητα, ανάμεσα στις διαζευκτικές δυνατές λύσεις. Το συναίσθημα το οποίο υπάρχει στο βάθος κάθε ανθρώπινης ύπαρξης και αντανακλά αυτή την αξεπέραστη ανάγκη αποφασιστικότητας είναι το άγχος. Κατά τον Κ., το λατινικό existere (υπάρχω) σημαίνει ex-sistere, δηλαδή ξεπροβάλλω και βγαίνω από την απροσδιοριστία του μηδενός, βγαίνω από την ανυπαρξία όπου ακόμη ταλαντεύομαι μεταξύ του είναι και του μη είναι. Και ακριβώς μπροστά στην προοπτική των άπειρων αντιφατικών δυνατοτήτων που ανοίγονται μπροστά του, το άτομο νοιώθει το άγχος, δηλαδή τον ίλιγγο μιας επιλογής από την οποία θα εξαρτηθεί ολόκληρο το πεπρωμένο του.

Οι σχέσεις του με την οικογένεια, ο αρραβώνας, ακόμη και η συγγραφική δράση του φαίνονται στον Κ. φορτισμένα με τρομερά προβλήματα επιλογής, τα οποία τελικά τον παραλύουν. Από αυτή τη δοκιμασία του άγχους διαμορφώνονται εκείνα που αποτελούν, κατά τον Κ., τις τρεις μορφές ή τα τρία θεμελιώδη στάδια της ανθρώπινης ύπαρξης: το αισθητικό στάδιο, το ηθικό στάδιο και το θρησκευτικό στάδιο. Η αισθητική ύπαρξη είναι η ύπαρξη του ανθρώπου που αφήνεται να ζει κάθε στιγμή μέσα σε μια ποιητική μέθη, όπου κυριαρχούν η φαντασία και οι πόθοι.

Ο αισθητικός άνθρωπος, λέει ο Κ., είναι προικισμένος με μια λεπτότατη αίσθηση για ό,τι είναι ενδιαφέρον στη ζωή. Ξεφεύγει από τις αθλιότητες και τις κοινοτοπίες της κοινής ύπαρξης και συγκεντρώνεται στην απόλαυση και στην ενατένιση εκείνου που είναι πρωτότυπο και ωραίο. Ο αισθητικός δεν επιλέγει, αλλά περνά από τη μία εμπειρία στην άλλη όπως ο πρωταγωνιστής του Ημερολογίου του γόητα, έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη μόνο στο αισθητήριο και στην ευαισθησία του. Αλλά ακριβώς επειδή δεν επιλέγει, ο αισθητικός κατασπαταλά την προσωπικότητά του και καταλήγει στην πλήξη, δηλαδή στην απελπισία μιας ζωής που ζητά την πλήρωσή της διαρκώς σε διαφορετικά περιεχόμενα.

Το δεύτερο στάδιο, το ηθικό, αρχίζει με την ειρωνεία που ανυψώνει τον άνθρωπο πάνω από τον κόσμο όπου βρίσκεται βυθισμένος ο αισθητικός. Όπως η αισθητική ζωή ενσαρκώνεται στον γόητα, έτσι η ηθική ζωή ενσαρκώνεται στον σύζυγο. Ο γάμος είναι η τυπική έκφραση της ηθικότητας, γιατί το στάδιο της ηθικότητας είναι, κατά τον Κ., το στάδιο του ατόμου που ενσωματώνεται και αφομοιώνεται στην κοινωνία. Η εργασία, οι κοινωνικές σχέσεις, οι οικογενειακές και επαγγελματικές υποχρεώσεις αποτελούν εδώ το περιεχόμενο της ατομικής ύπαρξης, γιατί το άτομο που ζει σε αυτό το στάδιο έχει αποδεχθεί να δώσει στον εαυτό του μια συγκεκριμένη φυσιογνωμία, να καθοριστεί σύμφωνα με μια συγκεκριμένη δραστηριότητα και να ενεργεί ως μέλος του ανθρώπινου γένους.

Αλλά η ηθικότητα είναι επίσης η σφαίρα της συμβατικότητας, της καθαρά εξωτερικής νομιμότητας που καταπιέζει τον άνθρωπο, καταδυναστεύοντας τον πιο εσωτερικό και βαθύτερο αυθορμητισμό του. Η ηθική σφαίρα, γενικά, είναι η σφαίρα της αστικής κοινωνικής ζωής, όπου ο άνθρωπος κυριαρχείται από εξωτερικές αξίες, προς τις οποίες συμμορφώνεται παθητικά. Πέρα από αυτό το στάδιο, το οποίο ο υπαρξισμός καθόρισε αργότερα ως το στάδιο της «μη αυθεντικής» και απρόσωπης ύπαρξης (το στάδιο όπου κυριαρχεί το «λέγεται», «πιστεύεται», «γίνεται», με όλα τα επακόλουθα των συμβάσεων και των ταμπού της αστικής αξιοπρέπειας), ο Κ. θέτει τη θρησκευτική σφαίρα, τη μόνη στην οποία εκφράζεται η αληθινή έννοια της ανθρώπινης ύπαρξης.

Τη φύση της θρησκευτικής εμπειρίας παρουσιάζει ο Κ. στο έργο του Φόβος και τρόμος, υπό το φως του δράματος του Αβραάμ, ο οποίος, αφού έζησε μέχρι τα εβδομήντα χρόνια του σεβόμενος τον ηθικό νόμο, πήρε από τον Θεό τη διαταγή να σκοτώσει τον γιο του, Ισαάκ. Η θεϊκή διαταγή εμφανίζεται εδώ σε όλη τη βίαιη αντίθεσή της προς τους ηθικούς και φυσικούς κανόνες που διέπουν την κοινωνία και την οικογένεια. Υπακούοντας στη διαταγή του θεού, ο Αβραάμ ακολούθησε βέβαια την πίστη του, αλλά με τίμημα την πλήρη ρήξη με το σύνολο των ανθρώπων και με τους κανόνες τους οποίους αναγνώριζαν. Η θρησκευτική εμπειρία λοιπόν είναι η περιοχή της μοναξιάς.

Η πίστη είναι μια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ ανθρώπου και Θεού, μια σχέση που, όταν τη βλέπει κανείς από έξω, φαίνεται παράδοξη και σκανδαλώδης. Τίποτε δεν αποδείκνυε στον Αβραάμ ότι ήταν ο εκλεκτός. Επομένως, μπροστά στην τρομερή πράξη την οποία επρόκειτο να εκτελέσει, ο Αβραάμ βρισκόταν στην κόλαση του τρόμου και του άγχους. Μόνο που η αβεβαιότητα και η απελπισία ήταν στην προκειμένη περίπτωση τόσο απόλυτες ώστε μπορούσαν να μετατραπούν σε θετικές αξίες. Μέσα από αυτές, πραγματικά, ο άνθρωπος ανακαλύπτει το πεπερασμένο της φύσης του, αισθάνεται την εξάρτησή του από ένα ανώτερο ον και έρχεται σε επαφή με τον Θεό.

Η απελπισία έχει λοιπόν τη ρίζα της στην εξάρτηση του ανθρώπου από τον Θεό και αποτελεί την πεπερασμένη φύση του εγώ. Αφού όμως είναι μόνο απελπισία, δηλαδή έλλειψη ελπίδας και πίστης, το άγχος είναι αμαρτία ενώ, αν είναι αναγνώριση της εξαρτημένης και πεπερασμένης φύσης του ανθρώπου, το άγχος μπορεί να οδηγήσει και προς την εμπιστοσύνη και την πίστη. Παρουσιάζεται εδώ η διαλεκτική φύση, την οποία κατά τον Κ. έχει η θρησκευτική εμπειρί­α, εμπειρία μοναχική, προνόμιο των λίγων, εξαιρετική κατάσταση, αλλά και ταπεινότητα και αυταπάρνηση. Όντας λουθηρανική, η δανέζικη Εκκλησία είναι επομένως, κατά τον Κ., καταδικασμένη, γιατί είναι μια Εκκλησία απολύτως εκκοσμικευμένη.

Ο χριστιανισμός δεν μπορεί να μετατραπεί σε κανόνα αστικής ζωής, δημιουργημένο από εγκόσμια σύνεση και υποκρισία. Είναι εσωτερικό και ατομικό δράμα, μοναχικός διάλογος της ψυχής με τον Θεό και, μαζί, εμπειρία του αδύνατου του διαλόγου αυτού, εξαιτίας της υπερβατικής φύσης της θεότητας.

Πρώτος και σημαντικότερος εκπρόσωπος του νεότερου υπαρξισμού και ιδιαίτερα του θρησκευτικού και χριστιανικού υπαρξισμού, του οποίου εκφραστές ήταν ο Γιάσπερς, ο Μαρσέλ, ο Λαβέλ κ.ά., ο Κ. ήταν επίσης πρόδρομος του θεολογικού κινήματος Καρλ Μπαρτ. Πρόκειται για το κίνημα της λεγόμενης αρνητικής θεολογίας, σύμφωνα με το οποίο ο Θεός είναι απόλυτη υπερβατικότητα. Οι Εκκλησίες, εφόσον προσπαθούν να φυλακίσουν αυτή την υπερβατικότητα, είναι απλώς επίγειοι θεσμοί, ειδωλολατρία άξια καταδίκης

Ο Κίρκεγκορ έζησε στην εποχή που άκμαζε στην Ευρώπη η φιλοσοφία του Χέγκελ και ο ρομαντισμός. Απομακρύνθηκε όμως από τις φιλοσοφικές θέσεις του Χέγκελ και έγινε πρόδρομος της υπαρξιακής φιλοσοφίας. Στην ως τότε γλώσσα της φιλοσοφίας ύπαρξη σήμαινε ένα οποιοδήποτε συγκεκριμένο ατομικό ον. Ο Κίρκεγκορ περιορίζει την έννοια της ύπαρξης μόνο στην ανθρώπινη υπόσταση που βρίσκεται σε ένα είδος αναφοράς προς τον εαυτό της.

Ο συγκεκριμένος άνθρωπος, που υπάρχει σε συγκεκριμένο χώρο, έχει συνείδηση της ύπαρξής του και αισθάνεται ζωηρό ενδιαφέρον για την τύχη του. Η ανθρώπινη υπόσταση δεν είναι κάτι το στατικό μα κάτι το δυναμικό και γνώρισμά της είναι η γεμάτη πάθος προσπάθεια να έρθει σε σχέση με την απόλυτη και τέλεια ύπαρξη του Θεού. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία της προσπάθειας αυτής είναι η από μέρους του ανθρώπου συναίσθηση ότι είναι αμαρτωλός, συναίσθηση που είναι ταυτόσημη με την αγωνία.

Ο Κίρκεγκορ διακρίθηκε για την ικανότητά του στη λεκτική έκφραση και για την ακρίβεια με την οποία αναλύει τις ψυχολογικές καταστάσεις. Η φιλοσοφία του υπήρξε σημείο αφετηρίας για τους κατοπινούς μελετητές (Χάιντεγκερ, Μπαρτ, Σαρτρ κ.ά.). Έργα του είναι «Η έννοια της ειρωνείας» (1841, διδακτορική διατριβή), «Ή αυτό ή εκείνο, απόσπασμα ζωής», «Το ημερολόγιο του διαφθορέα» (1843), «Η έννοια της αγωνίας» (1844), «Σταθμός στο δρόμο της ζωής» (1845), «Η θανάσιμη ασθένεια» (1849), «Η σχολή του χριστιανισμού» (1850).