ΚΑΡΛ ΓΙΑΣΠΕΡΣ (Karl Jaspers, 1883 – 1969)



Γερμανός φιλόσοφος και ψυχοπαθολόγος. Έφτασε στη φιλοσοφία από την ιατρική και την ψυχοπαθολογία, με την οποία ασχολήθηκε σε δύο έργα: Γενική ψυχοπαθολογία (1913) και Ψυχολογία τωνκοσμοθεωριών (1919). Στη φιλοσοφία, η σκέψη του αποτελεί μία από τις βασικές κατευθύνσεις του υπαρξισμού. Παρουσίασε τις απόψεις του αρχικά στην τρίτομη Φιλοσοφία του (1932) και τις ανέλυσε σε σειρά πολλών άλλων έργων, όπως Λογική και ύπαρξη (1935), Περί της αλήθειας (1947), Η απαρχή και ο σκοπός της ιστορίας (1949), Εισαγωγή στη φιλοσοφία (1950).

Ο Γ. παρακολούθησε προσεκτικά την εξέλιξη του σύγχρονου κόσμου στα έργα του Πνευματική κατάσταση της εποχής μας (1931) και Τοζήτημα της γερμανικής ενοχής (1958). Η υπαρξιστική θεωρία του Γ. ξεκινά από την αντίληψη ότι η ανθρώπινη ζωή κυριαρχείται από την ανησυχία της αναζήτησης κάποιου πράγματος που μένει πάντα απρόσιτο και το οποίο αποτελεί έναν απλησίαστο υπερβατικό ορίζοντα.


Συνεπώς, εκείνο που χαρακτηρίζει την ύπαρξη είναι η σχέση της με το υπερβατικό, από την οποία καθορίζεται ως κάτι το εξατομικευμένο, μοναδικό, ανεπανάληπτο, εξαιρετικό. Η μόνη αυθεντική δυνατότητα που προσφέρεται στον άνθρωπο είναι, λοιπόν, εκείνη που υπαγορεύεται από τη μοίρα του: εκλογή σημαίνει δυνατότητα να γίνει κανείς εκείνο που είναι.

Πρόκειται για δυνατότητα ύπαρξης που στην πραγματικότητα είναι ριζική αδυναμία ύπαρξης, αφού, αν η ύπαρξη είναι αναζήτηση του είναι, αυτό το είναι δεν αποκαλύπτεται ποτέ στο υπάρχον, ή καλύτερα αποκαλύπτεται στο υπάρχον, αλλά αρνητικά, με το ναυάγιο της ύπαρξης, στις οριακές εκείνες καταστάσεις στις οποίες ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται την αδυναμία του και αποσύρεται στην εγκατάλειψη και στη σιωπή.

Τέλος, αφού η φιλοσοφική αναζήτηση βρίσκεται στη μοναδικότητα της ύπαρξης, πρέπει να καταφύγει είτε στον δογματισμό της αλήθειας, που είναι μία για όλους, είτε στη σχετικότητα των πολλών αληθειών, που δεν συμβιβάζονται μεταξύ τους. Μία ύπαρξη δεν αποκλείει τις άλλες υπάρξεις αντίθετα, αναπτύσσεται μόνο αν αναγνωρίσει την πολλαπλότητα και την αλήθεια των άλλων υπάρξεων, δηλαδή επικοινωνώντας με αυτές.

Ο άνθρωπος δε μοιάζει με ένα αντικείμενο ή ένα ζώο. Στο αντικείμενο ενεργούν οι φυσικοί νόμοι, στο ζώο οι βιολογικοί νόμοι και τα ένστικτα, ενώ στον άνθρωπο γίνεται αισθητή η ελευθερία. Χωρίς την ελευθερία, ο άνθρωπος υποπίπτει στην κατάσταση των αντικειμένων και καταντά ένα απλό πράγμα του αντικειμενικού κόσμου. Χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ύπαρξης είναι η απόστασή της από τον αντικειμενικό κόσμο που στέκεται απέναντί της ως κάτι εντελώς ξένο και διάφορο. Για να πάρει οντότητα η ύπαρξη, απαραίτητος είναι ο αντικειμενικός κόσμος.

Η ύπαρξη δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο γνώσης. Με την ελευθερία του ο άνθρωπος μπορεί να ανυψωθεί όταν αποκτήσει συνείδηση των «μεθοριακών», όπως τις αποκαλεί, καταστάσεων. Τέτοιες είναι ο θάνατος, ο πόνος, ο αγώνας, η ενοχή, η έλλειψη ασφάλειας, ο περιορισμός της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα σε ορισμένες σχέσεις και συναρτήσεις. Χάρη σ’ αυτές τις μεθοριακές καταστάσεις ο άνθρωπος σχετίζεται άμεσα με το απόλυτο και το υπερπέραν. Αντιλαμβάνεται τότε πως τρία είναι τα στοιχεία που διακρίνει η ανθρώπινη σκέψη: ο αντικειμενικός κόσμος, ο ίδιος ο εαυτός μας ως ύπαρξη και το «επέκεινα», το «υπερπέραν».

Στο φιλοσοφικό σύστημα του Γιάσπερς υπάρχει κάτι που ξεπερνά τον άνθρωπο, ως πρώτη αρχή, κάτι που δεν ταυτίζεται ούτε με το αντικείμενο, ούτε με την υπαρξιακή συνείδηση. Ο άνθρωπος είναι η ουσία και έχει σχέση με το Θεό. Φιλοσοφία που φορέας της δεν είναι ο άνθρωπος πίστης, δεν είναι φιλοσοφία. Η φιλοσοφία του Γιάσπερς ζωντανεύει τη γνήσια υπαρξιακή ιστορικότητα, διασαφηνίζει διεισδυτικά τις βασικές μορφές της επικοινωνίας για να καταλήξει μέσα από τη διαπίστωση της μεταφυσικής εμπειρίας του εξαφανισμού (θάνατος) και του «ναυάγιου» κάθε ανθρώπινης προσπάθειας στην αποκάλυψη της αποφασιστικής μεταβολής της ανθρώπινης ύπαρξης, όταν αναγνωρίζει και συνειδητοποιεί την «υπερβατικότητα» του Θεού.