ΖΑΝ ΠΩΛ ΣΑΡΤΡ ((Jean-Paul Sartre, 1905 - 1980)



Γάλλος φιλόσοφος, δοκιμιογράφος και λογοτέχνης (Παρίσι 1905-1980). Είναι, μαζί με το Χάιντεγκερ και το Γιάσπερς, ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος του νεώτερου υπαρξισμού. Γιος μηχανικού, αφού σπούδασε στην Ecole Normale Superieure, έγινε καθηγητής της φιλοσοφίας πρώτα στη Χάβρη και κατόπιν στο Παρίσι. Η εμπειρία της φυλακής και της Αντίστασης τον έκανε να ενδιαφερθεί όλο και περισσότερο για τα πολιτικά και πνευματικά ζητήματα, όπως μαρτυρεί, εκτός από τη φιλοσοφική και λογοτεχνική παραγωγή του, η επιθεώρηση Les Temps modernes, που ίδρυσε το 1945.

Έχοντας ενταχθεί στις τάξεις της αδιάλλακτης αριστεράς (gauchistes), αρνήθηκε το 1964 το βραβείο Νόμπελ και αργότερα (1971) κατηγορήθηκε για άρθρα που δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες της παράταξης του, των οποίων είχε αναλάβει τη διεύθυνση (Revolution, La cause du peuple κλπ.).


Οι φιλοσοφικές του ιδέες διαμορφώθηκαν αρχικά υπό την επίδραση της φαινομενολογίας του Χούσερλ.
Από τα έργα της φαινομενολογικής ψυχολογίας της πρώτης αυτής περιόδου, ξεχωρίζουν: Η φαντασία (1936). Διάγραμμα μιας θεωρίας των συγκινήσεων (1939) και Το φανταστικό, φαινομενολογική ψυχολογία της φαντασίας (1940). Το σημαντικότερο όμως φιλοσοφικό του έργο συνδέεται με τον υπαρξισμό: Το είναι και το μηδέν (1943), και σημειώνει το πέρασμα από την ψυχολογική έρευνα σε μια υπαρξιστική οντολογία βαθύτατα επηρεασμένη από το Χάιντεγκερ.

Πρόκειται για μεγάλης πνοής έργο, μερικά θέματα του οποίου θα επαναληφτούν, αλλά με διαφορετικό τόνο, σε μια σύντομη μελέτη του 1946: Ο υπαρξισμός είναι ουμανισμός. Έπειτα από μια περίοδο πολλών ετών, κατά την οποία η καθαρά φιλοσοφική παραγωγή του φαίνεται να διακόπτεται, το 1960 κυκλοφόρησε ένα έργο μεγάλων διαστάσεων: Κριτική της διαλεκτικής λογικής. Από την αρχή όμως η φιλοσοφική σκέψη του Σ. συνοδεύεται από έντονη λογοτεχνική δραστηριότητα, που εκδηλώνεται με διηγήματα, θεατρικά έργα και μυθιστορήματα, στα πρόσωπα των οποίων βρίσκουν σάρκα και λόγο οι βασικές θέσεις της φιλοσοφίας του.

Αποστολή της φιλοσοφίας είναι, κατά το Σ., να προσφέρει μια ανάλυση της ύπαρξης. Η υπαρξική ανάλυση εννοείται απ’ αυτόν κυρίως ως ανάλυση της συνείδησης. Αλλά η συνείδηση είναι για το Σ., όπως ήταν ήδη και για το Χούσερλ, «συνείδηση ενός συγκεκριμένου πράγματος», δηλαδή συνείδηση που κατευθύνεται άμεσα προς κάτι άλλο απ’ αυτή, αποκαλυπτική διαίσθηση, που προϋποθέτει, ακριβώς γι’ αυτό, μια «αποκαλυφθείσα» πραγματικότητα.

Αφού ο Σ. αποκλείει ρητά τόσο τον ιδεαλισμό, για τον οποίο η πραγματικότητα είναι δημιούργημα της συνείδησης, όσο και το ρεαλισμό, για τον οποίο αντίθετα η συνείδηση απορρέει από την πραγματικότητα, η ανάλυση της συνείδησης, κατά την αντίληψη του, μας θέτει μπροστά σε δυο περιοχές του είναι: η μια, η περιοχή της συνείδησης, είναι απόλυτη διαφάνεια, ρευστότητα, άυλη αρνητικότητα, είναι εκείνο που ο Σ. ονομάζει «συνειδησιακό είναι» η άλλη, η εξω-συνειδησιακή πραγματικότητα, είναι απόλυτη θετικότητα, συνοχή, «αιτιώδης» αντικειμενικότητα, και είναι εκείνο που ο Σ. ονομάζει «αυτόνομο, αντικειμενικό είναι».

Αν τόσο ο ιδεαλισμός όσο και ο ρεαλισμός αποτυγχάνουν στην προσπάθεια να εξηγήσουν τις σχέσεις που συνδέουν αυτές τις οντολογικές περιοχές που δεν μπορούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, ποια άλλη λύση μπορεί να δοθεί σ’ αυτό το πρόβλημα; Σκοπός του βιβλίου Το είναι και το μηδέν, λέγει ο Σ., είναι να προσπαθήσει v’ απαντήσει στο ερώτημα αυτό. Η αρνητικότητα της συνείδησης (στην οποία, κατά το Σ., καταλήγει η ύπαρξη) συνίσταται στο γεγονός ότι αυτή «δεν είναι» το αντικείμενο της και εισάγει στο ίδιο το αντικείμενο την ατέλεια ή την ελαττωματικότητα που τη χαρακτηρίζει.

Το ότι η ανθρώπινη πραγματικότητα (δηλαδή η συνείδηση) είναι εκμηδένιση, έλλειψη του είναι, έχει ήδη αποδειχτεί αρκετά από την «επιθυμία», που δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά μόνο ως καθαρή έλλειψη του είναι που επιθυμεί, δηλαδή ανάγκη συμπλήρωσης. Η ανθρώπινη ύπαρξη, με λίγα λόγια, είναι ένα «χάσμα», ένα κενό που ανοίγεται μέσα στη συνεκτικότητα του αντικειμενικού είναι. Η ανθρώπινη ύπαρξη, που δεν εμπεριέχει το είναι, είναι μια προσπάθεια να κατακτήσει το είναι, δηλαδή να πραγματοποιήσει το οντολογικό ιδεώδες ενός είναι που να έχει τη σταθερότητα και τη συνεκτικότητα του «αντικειμενικού είναι» και τη συνειδητή διαφάνεια του «συνειδησιακού είναι», δηλαδή ενός όντος οντολογικά τέλειου.

Αλλά η διαλεκτική αυτή τάση, στην οποία συνίσταται η ζωή, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, γιατί κάθε σχέδιο «συνειδησιακού είναι» καταλήγει σε αποτυχία και από το άλλο μέρος δεν μπορεί παρά να καταλήξει σε αποτυχία, γιατί αν το σχέδιο πετύχαινε, θα εξαφανιζόταν η διαφορετικότητα του «αντικειμενικού είναι» και, επομένως, και η συνείδηση που δεν θα μπορούσε να υπάρχει χωρίς το αμετακίνητο αντίστοιχο της. Ως εδώ η φιλοσοφία του Σ. μένει στον ίδιο ορίζοντα με τη φιλοσοφία του Χάιντεγκερ. Η διαφορά εμφανίζεται όταν, από την ανάλυση της πραγματικότητας, περνάμε στη στάση που παίρνουν οι δύο φιλόσοφοι απέναντί της.

Για το Χάιντεγκερ, πραγματικά, η ανθρώπινη συνείδηση, παρά τις προσπάθειες να προσπελάσει τα γεγονότα, ξαναπέφτει πάντα στον εαυτό της και μένει κλεισμένη εκεί. Για το Σ., αντίθετα, η ύπαρξη διασπά και εκμηδένιζα την υπάρχουσα πραγματικότητα και επιβάλλεται σ’ αυτή, ακόμα κι αν η επιβολή αυτή μένει διαρκώς ανικανοποίητη και, στο βάθος, ανώφελη. Με λίγα λόγια, η σκέψη του Σ. φαίνεται χωρισμένη σε δυο αντίθετες τάσεις: από το ένα μέρος προσπαθεί να θεμελιώσει μια θετική φιλοσοφία της ανθρώπινης ελευθερίας, με κέντρο την υπευθυνότητα και τη δημιουργικότητα των πράξεων του ανθρώπου και από το άλλο μέρος, πάνω στη βούληση αυτή «ουμανιστικής» κατάφασης, φαίνεται να υπερισχύει ακόμα μια μεταφυσική και ρομαντική αντίληψη: ο άνθρωπος, μη μπορώντας να είναι θεός, είναι καταδικασμένος να ζει στον κόσμο μέσα στην αποτυχία.

Από τη βασική αυτή αμφιβολία προέρχεται και μια συνεχής ταλάντευση της έννοιας της ελευθερίας, που νοείται, κατά το Σ., άλλοτε ως ελευθερία - ανταρσία, με έντονα αναρχοατομιστικές τάσεις και, άλλοτε, αντίθετα, ως συντονισμένη δράση των ανθρώπων για την κοινωνική και πολιτική αποκατάσταση τους.

Το Είναι χρησιμοποιείται με τρεις σημασίες: λειτουργική (ως γραμματική σύνδεση), φαινομενολογική (ως επισήμανση αυτού που δηλώνεται) και οντολογική (ως υποδήλωση του υπερφαινομενολογισμού). Το Μηδέν δεν είναι ανεξάρτητη από το Είναι ύπαρξη και δεν ξεχωρίζει καθόλου από αυτό. Η Ελευθερία αποτελεί κατά τη σαρτρική αντίληψη μια εκλογή. Η εκλογή είναι η ελευθερία που έχει ο άνθρωπος και από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει (δεδομένου ότι και η παραίτηση από την εκλογή είναι μια μορφή εκλογής). Σχετικά με αυτό σημειώνει ο Σαρτρ «...στην πραγματικότητα είμαστε μια ελευθερία που εκλέγε, δεν εκλέγουμε όμως το να είμαστε ελεύθεροι, είμαστε καταδικασμένοι στην ελευθερία...».

Ο Σαρτρ δε δέχεται το κριτήριο του Χάιντεγκερ για την αυθεντικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, απορρίπτει το κριτήριο του Καντ της κατηγορηματικής προσταγής και κριτικάρει τον υλισμό για την εξάλειψη της ανθρώπινης υποκειμενικότητας. Σε αντίθεση με το Χάιντεγκερ αποδέχεται πως η κύρια έκταση του χρόνου αποκαλύπτεται στο παρόν (και όχι στο μέλλον) και στο χαϊντεγκεριανό «βίωμα της αγωνίας» αντιπαραθέτει το δικό του «βίωμα της αηδίας». Η ηθική που απορρέει από το οικοδόμημα της σαρτρικής σκέψης θεμελιώνεται σε ένα βασικό στοιχείο: την ελευθερία. Απέναντι στο μαρξισμό ο Σαρτρ κράτησε εντελώς κριτική στάση, γεγονός που τον οδήγησε στην απόρριψη ορισμένων πλευρών του και την αποδοχή άλλων. Το 1964 αρνήθηκε να αποδεχτεί το βραβείο Νόμπελ που του απονεμήθηκε από τη σουηδική ακαδημία.

Το έργο του περιλαμβάνει τα φιλοσοφικά δοκίμια «Η ναυτία» (1938), «Ο τοίχος» (1939), «Το Είναι και το Μηδέν» (1943), «Οι δρόμοι της ελευθερίας» (μυθιστορηματική τριλογία: «Η εποχή του Λόγου», «Η αναστολή», «Με το θάνατο στην ψυχή», 1945-1949), «Ο υπαρξισμός είναι ανθρωπισμός» (1949), «Σκέψεις πάνω στο εβραϊκό ζήτημα» (1947), «Καταστάσεις» (1947-1949), «Άγιος Ζενέ, μάρτυρας και θεατρίνος» (1960), «Κριτική του διαλεκτικού λόγου» (1960), «Οι λέξεις» (1964) κ.ά., και τα θεατρικά έργα «Οι μύγες» (1943), «Κεκλεισμένων των θυρών» (1944), «Νεκροί χωρίς τάφο» (1946), «Η πόρνη που σέβεται» (1946), «Ο διάβολος και ο καλός θεός» (1951), «Νεκράσοφ» (1955), «Οι φυλακισμένοι της Αλτόνας» (1960), «Τα βρόμικα χέρια» (1948). Τα τελευταία του έργα είναι το «Πρόβλημα της μεθόδου» (εισαγωγή σε ένα ευρύτερο φιλοσοφικό έργο) και το «Πρέπει να επαναστατεί κανείς».